γελοιοποιώ

γελοιοποιώ
γελοιοποιώ, γελοιοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γελοιοποιώ — ( έω) 1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ 2. (μέσ. παθ.) γελοιοποιούμαι γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι …   Dictionary of Greek

  • γελοιοποιώ — γελοιοποίησα, γελοιοποιήθηκα, γελοιοποιημένος, κάνω κάτι ή κάποιον γελοίο, εξευτελίζω, ρεζιλεύω: Μέθυσε και γελοιοποιήθηκε μπροστά σε όλους με αυτά που έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αγελοιοποίητος — η, ο [γελοιοποιώ] αυτός που δεν γελοιοποιήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τόν γελοιοποιήσει …   Dictionary of Greek

  • γελοιοποίηση — η 1. πρόκληση γέλιου σε βάρος κάποιου, διακωμώδηση 2. η μετάπτωση σοβαρού προσώπου ή πράγματος στη γελοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • διακωμωδώ — (Α διακωμῳδῶ, έω) 1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία 2. γελοιοποιώ …   Dictionary of Greek

  • θεατρίζομαι — (AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) [θέατρο] νεοελλ. θεατρίζομαι 1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις 2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση (μσν. αρχ.) 1. ενεργ. θεατρίζω εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα,… …   Dictionary of Greek

  • καταμιμούμαι — καταμιμοῡμαι, έομαι (Α) 1. μιμούμαι κάτι ή κάποιον σκωπτικώς 2. γελοιοποιώ …   Dictionary of Greek

  • κωμωδεύω — και κουμουδεύω (Μ) διακωμωδώ, γελοιοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κωμῳδῶ κατά τα ρ. σε εύω. Ο τ. κουμουδεύω με κώφωση τού ω σε ου ] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”